- οφθαλμοστρόφος
- -ο1. αυτός που προκαλεί στροφή τών οφθαλμών (α. «οφθαλμοστρόφοι μύες» β. «οφθαλμοστρόφα νεύρα»)2. φρ. «οφθαλμοστρόφος κρίση» — νευρική κρίση κατά τη διάρκεια τής οποίας προκαλούνται σπασμωδικές περιστροφές τών βολβών τών οφθαλμών.
Dictionary of Greek. 2013.